Πριν από την παρουσίαση θα πραγματοποιηθεί μετά την Θεία Λειτουργιά επιμνημόσυνη δέηση στον Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Σκέπης.
ΑΝΔΡΕΑΣ
Κ. ΒΑΒΡΙΤΣΑΣ (1914-2014)
Γεννήθηκε
στο χωριό Σπήλαιο Γρεβενών (08 Μαΐου
1914), όπου έμαθε τα πρώτα του γράμματα.
Τελείωσε
το Γυμνάσιο Γρεβενών και στη συνέχεια
υπηρέτησε τη θητεία του στη Στρατιωτική
Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Διαβιβάσεων
στην Αθήνα (περιοχή Ρουφ).
Ακολούθως
ενεγράφη στη Φιλοσοφική Σχολή του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Πτυχιούχος Φιλοσοφικής Σχολής, έλαβε
μέρος και πέτυχε στο διαγωνισμό της
Αρχαιολογικής Υπηρεσίας το 1947. Διορίστηκε
ως Αρχαιολόγος το 1947 και υπηρέτησε
αρχικά στην Εφορεία Αρχαιοτήτων
Αρχιπελάγους με έδρα τη Μυτιλήνη, ως
προϊστάμενος, έχοντας αναλάβει συγχρόνως
την εποπτεία της ανασκαφής της Αμερικάνικης
Σχολής στη Σαμοθράκη ως εκπρόσωπος του
Ελληνικού κράτους.
Το
1954 του ανατέθηκε και η Εφορεία Αρχαιοτήτων
Κυκλάδων, με έδρα τη Μύκονο, ως τα
Χριστούγεννα του 1958, όταν και έφυγε για
τη Δυτική Γερμανία (Τυβίγγη, Μόναχο,
Βερολίνο) με υποτροφία του Γερμανικού
Ινστιτούτου, στο διάστημα της οποίας
επισκέφθηκε σχεδόν όλα τα Μουσεία της
Ευρώπης.
Επιστρέφοντας
από το εξωτερικό μετατέθηκε στην Αθήνα
και εργάστηκε κατά τα έτη 1961-62 στο Εθνικό
Αρχαιολογικό Μουσείο.
Από
την Αθήνα πήρε μετάθεση το 1962 στην
Εφορεία Αρχαιοτήτων Θράκης, με έδρα την
Κομοτηνή, όπου επιδόθηκε εντατικότατα
στ διοργάνωση της νεοσύστατης αρχαιολογικής
υπηρεσίας Θράκης και στην ίδρυση του
Μουσείου Κομοτηνής.
Το
1968 μετατέθηκε στην Εφορεία Αρχαιοτήτων
Αττικής, με έδρα την Αθήνα, ως προϊστάμενος,
μέχρι τον Ιούνιο του 1969, όταν και
τοποθετήθηκε στη Θεσσαλονίκη ως Έφορος
Αρχαιοτήτων Κεντρικής Μακεδονίας
(Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Πέλλας, Πιερίας,
Χαλκιδικής) και Διευθυντής του
Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.
Τον
Ιούνιο του 1972 ξαναγυρίζει στην Αθήνα,
ως Διευθυντής Αρχαιοτήτων στο Υπουργείο
Πολιτισμού και Επιστημών και από τον
Ιανουάριο του 1975 βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη,
στο Υπουργείο Βορείου Ελλάδος
(Μακεδονίας-Θράκης), ως εκπρόσωπος του
Υπουργείο Πολιτισμού, ως το τέλος του
1979 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.
Πήρε
μέρος σε διάφορα διεθνή επιστημονικά
συνέδρια. Δημοσίευσε διάφορες εργασίες
σε αρχαιολογικά και άλλα επιστημονικά
περιοδικά. Από τις κυριότερες εργασίες
που έκανε στις περιφέρειες που υπηρέτησε
είναι:
1)
ανασκαφή στο αεροδρόμιο και στο αρχαίο
θέατρο Μυτιλήνης,
2)
ανασκαφή στη Νεκρόπολη του Ιερού των
Καβείρων στη Σαμοθράκη,
3)
αναδιοργάνωση του αρχαιολογικού χώρου
της Δήλου και των δύο Μουσείων, Δήλου
και Μυκόνου,
4)
ανασκαφή στη Βίλλα του Ηρώδη του Αττικού
στο Μαραθώνα,
5)
ανασκαφή στην Αρχαία Αγορά της Θεσσαλονίκης
(Πλατεία Δικαστηρίων),
6)
ανασκαφή στο ανάκτορο του Γαλερίου
(Καμάρα και Πλατεία Ναυαρίνου),
7)
ανασκαφή στα τείχη της Θεσσαλονίκης
κοντά στο Συντριβάνι και το Λευκό Πύργο,
8)
ανασκαφή στην Πέλλα και αναδιοργάνωση
του Μουσείου της,
9)
σωστικές ανασκαφές σε οικόπεδα και
διάφορες συμπληρωματικές εργασίες για
την έκθεση των ευρημάτων,
10)
εγκαίνια των νέων Μουσείων του Κιλκίς,
της Πέλλας, του Πολυγύρου Χαλκιδικής
το 1971, καθώς και της νέας πτέρυγας του
Μουσείου Θεσσαλονίκης,
11)
τέλος, δύο μακροχρόνιες ερευνητικές
προσπάθειες:
α)
συνέχισε την ανασκαφή στο Λόγγο της
Έδεσσας από το 1971 και για πολλά χρόνια
μετέπειτα,
β)
ανασκαφή στην Αρχαία Μεσημβρία της
Θράκης, η οποία άρχισε το 1966 και συνεχίστηκε
επίσης για αρκετά χρόνια μετά.
Κατά
τη θητεία του στην Εφορεία Κεντρικής
Μακεδονίας (ΙΓ΄ τότε) τα έτη 1969-1972, έκανε
στο ραδιόφωνο της Θεσσαλονίκης την
εκπομπή «Περιηγήσεις στη Βόρεια Ελλάδα»,
όπου κάθε Τετάρτη μεσημέρι αναφερόταν
σε αρχαιολογικούς τόπους, σε ανασκαφές
και μνημεία της Μακεδονίας και της
Θράκης.
Υπήρξε
ισόβιος Εταίρος της εν Αθήναις
Αρχαιολογικής Εταιρείας. Ήταν μέλος
της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών
(Ε.Μ.Σ.) και για πολλά χρόνια μέλος του
Διοικητικού της Συμβουλίου (1981-2006) και
Αντιπρόεδρός της (1991-1997), μέλος του
Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου
(Ι.Μ.Χ.Α.), στο οποίο επίσης υπήρξε μέλος
του Διοικητικού του Συμβουλίου. Ήταν
μέλος της υπεραιωνοβίου Μακεδονικής
Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητα Θεσσαλονίκης
(Μ.Φ.Α.) και πολλών άλλων πνευματικών και
πολιτιστικών σωματείων και συλλόγων
της Θεσσαλονίκης και των περιφερειών
στις οποίες υπηρέτησε ως αρχαιολόγος.
Είχε
άριστη συνεργασία με τις εκκλησιαστικές,
πολιτικές και στρατιωτικές αρχές των
περιφερειών που υπηρέτησε, ενώ δέχθηκε
την αποτελεσματική και αμέριστη
συμπαράσταση εκ μέρους των στην αποστολή
του.
Επιστρατεύθηκε
πολλές φορές (1938, 1939, 1940). Πολέμησε στο
Αλβανικό μέτωπο 1940-41, ως έφεδρος
αξιωματικός των διαβιβάσεων της Μεραρχίας
Κοζάνης. Γι’ αυτή του τη συμβολή τιμήθηκε
το 2007 από το Σύλλογο των εν Τσοτυλίω
Σχολή φοιτησάντων κατά την επέτειο της
απελευθερώσεως της Κορυτσάς (22-11-1940).
Συμπληρώνοντας
το σύντομο αυτό βιογραφικό, πρέπει να
αναφέρουμε ότι κατά την περίοδο 1947, 1948
και 1949 επιστρατεύθηκε για μία ακόμη
φορά εις την Στρατιάν Ρούμελης, με έδρα
τη Λαμία (Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση
Στερεάς Ελλάδος), κατά τη διάρκεια της
οποίας, με απόφαση του Υπουργείου
Στρατιωτικών, του απενεμήθη τιμητική
διάκριση με προαγωγή εις το βαθμό του
Εφέδρου Υπολοχαγού Διαβιβάσεων. Αργότερα,
κατά την υπηρεσία του στην περιφέρεια
Μυτιλήνης και λίγο πριν την αναχώρησή
του για τη Γερμανία με υποτροφία (1958) με
απόφαση του Υπουργείου Στρατιωτικών,
του απενεμήθη νέα τιμητική διάκριση με
την προαγωγή του εις τον βαθμόν του
Εφέδρου Λοχαγού Διαβιβάσεων.
Μετά
τη συνταξιοδότησή του έμενε μόνιμα στη
Θεσσαλονίκη με την οικογένειά του, την
κόρη του Αννούλα Βαβρίτσα, το γαμπρό
του Γεώργιο Κυρατζή και τον εγγονό του
Δημήτριο Κυρατζή. Απεβίωσε στο σπίτι
του, πλήρης ημερών έχοντας στο πλευρό
του την οικογένειά του και την ανιψιά
του Βασιλική Βαβρίτσα, λίγες ημέρες
μετά τα εκατοστά του γενέθλια, στις 18
Μαΐου 2014 σε ηλικία 100 ετών και 10 ημερών.
Κηδεύτηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα, το
Σπήλαιο Γρεβενών, που τόσο αγάπησε και
μνημόνευσε σε όλη του τη ζωή.