Η ΚΟΡΥΤΣΑ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ - ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΗΕΘ ΕΠ΄ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ 75ης ΕΠΕΤΕΙΟΥ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΟΡΥΤΣΑΣ


 της  κας  Στέφης Κόρτη -Κόντη*  
επίκουρης καθηγήτριας Κλασικής Αρχαιολογίας 
στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 


       Ο Γεώργιος Σεφεριάδης τοποθετήθηκε ως γενικός πρόξενος στην Κορυτσά το φθινόπωρο του 1936. Είχε γεννηθεί στα Βουρλά της Σμύρνης στις 29 Φεβρουαρίου του 1900. Ο πατέρας του Στυλιανός Σεφεριάδης ήταν νομικός και ποιητής και αργότερα καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. 


Το 1914 η οικογένεια μετακινήθηκε στην Αθήνα, όπου ο Γιώργος τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, στη Σορβόνη, από το 1918 ως το 1925. Η καταστροφή της Σμύρνης το 1922 τον βρίσκει στο Παρίσι. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1925 και διορίστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών τον επόμενο χρόνο, για να ακολουθήσει διπλωματική καριέρα. Υπηρετεί στην Αθήνα και το Λονδίνο και το 1936 διορίζεται σην Κορυτσά.
Ο νέος πρόξενος ξεκίνησε από την Αθήνα με το τρένο βαγκόν-λί ένα βροχερό βράδυ στις 15 Νοεμβρίου 1936.
«Κυριακή βράδυ, το τρένο ξεκίνησε στις 8 μ.μ. Wagon-lit γεμάτο βαλίτσες και μύγες. Στάλες βροχή χάραζαν τα τζάμια οριζόντια καθώς πηγαίναμε. Χωρίς σκέψη.
Τίποτε δεν τελειώνει παρά την άλλη αυγή. Η άλλη αυγή είναι το Πλατύ, ο σταθμός. Βροχή και λάσπη. Ένα κόκκινο τρένο κόβει τον ορίζοντα και πέφτει ανάμεσα στον πέρα κάμπο και τα κάγκελα του «αναψυκτηρίου». Γυρεύω ένα διπλό καφέ και κονιάκ. Το κονιάκ είναι τριανταφυλλί. Και όμως η αυγή είναι ωραία, ένα ρόδινο φως περνοδιαβαίνει πάνω στο μολυβί χρώμα, όπως η θάλασσα όταν είναι συννεφιασμένη και στέκουνται τα νερά σαν υδράργυρος γύρω στις βάρκες...»
Έπειτα Επισκοπή, Σκύδρα, Έδεσσα, Φλώρινα και από εκεί οδικώς στην Κορυτσά.
Η Κορυτσά του 1936 είναι μια πόλη με έντονη την ελληνική κληρονομιά της. Για πέντε περίπου αιώνες αυτή η περιοχή των Βαλκανίων ανήκε στην οθωμανική αυτοκρατορία, όπως εξάλλου και όλη η Μακεδονία και η Ήπειρος. Τα ταξίδια από το ένα μέρος στο άλλο, όσο κι αν ήταν μακρινά και δύσκολα, γίνονταν μέσα στα σπλάχνα της ίδιας χώρας και μπορούσες να μιλήσεις παντού ελληνικά. Τα τρία τέταρτα του πληθυσμού της Κορυτσάς είναι Έλληνες. Όπως έγραφαν οι ξένοι που την επισκέπτονταν, η πόλη είχε έναν αέρα ευρωπαϊκό και αυτό , λέγανε, οφειλόταν στην ελληνικότητά της. Πλήθος οι ελληνικές επιγραφές στα καταστήματα της πόλης παρέπεμπαν στα ελληνικά φρονήματα των ιδιοκτητών τους. Το όνειρο των Κορυτσαίων ήταν η ένωσή τους με την Ελλάδα. Για πολύ λίγο φάνηκε ότι το όνειρό τους θα γινόταν αληθινό. Στις αρχές του 1913 ο ελληνικός στρατός, αφού απελευθέρωσε τα Ιωάννινα, προελαύνοντας γοργά προς το βορρά κατέλαβε στις 16 Μαρτίου το Αργυρόκαστρο και στις 19 το Τεπελένι. Η Κορυτσά είχε ήδη ελευθερωθεί στις 6 Δεκεμβρίου του 1912. Απερίγραπτος ήταν ο ενθουσιασμός των κατοίκων της Β. Ηπείρου, που υποδέχονταν τον ελληνικό στρατό ψάλλοντας το «Χριστός Ανέστη».
Εν τούτοις η συνθήκη του Λονδίνου στις 30 Μαίου του 1913 ανέθετε στις Μ.Δυνάμεις την ρύθμιση των συνόρων της Αλβανίας. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Λονδίνου οι Μ. Δυνάμεις ανακήρυξαν την Αλβανία κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος και ανέλαβαν να υπαγορεύσουν τα σύνορα της Αλβανίας. Με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας της 17ης Δεκεμβρίου του 1913 οι πόλεις Δέλβινο, Χειμάρρα, Άγιοι Σαράντα , Τεπελένι, Πρεμετή καθώς και η Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο, που ήταν τα δυο κύρια
σημεία της διαμάχης, θα πήγαιναν στην Αλβανία. Αντιδρώντας σ’ αυτή τη ζοφερή προοπτική, ο Γεώργιος Ζωγράφος, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος, ανακήρυξε στο Αργυρόκαστρο την αυτόνομη Δημοκρατία της Β. Ηπείρου στις 15 Φεβρουαρίου 1914. Ωστόσο με την υποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων ξέσπασαν φοβερές ταραχές σε πολλά σημεία μεταξύ Αλβανών και ισχυρών ηπειρωτικών δυνάμεων. Με το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας η Β. Ήπειρος αποκτούσε αυτονομία, όμως με το χάος που επικρατούσε στην Αλβανία το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας δεν μπορούσε να εκτελεστεί.
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Κορυτσά δόθηκε τελεσίδικα στην Αλβανία. Η ζωή στην Κορυτσά αλλάζει ανεπαίσθητα στην αρχή, αλλά σύντομα οι αλλαγές είναι σαρωτικές. Ένα χτύπημα κατά της Ελλάδος δόθηκε το 1920, όταν με την εισήγηση αλβανιστών υπαλλήλων οι αρχές της Κορυτσάς κατήργησαν τη χρήση της δραχμής, που ως τότε κυριαρχούσε αποκλειστικά στην αγορά της Κορυτσάς και αντί της δραχμής υποχρέωσαν την εμπορική τάξη να συναλλάσσεται με φράγκα γαλλικά μόνον, πράγμα που έφερε αναστάτωση στις εμπορικές συναλλαγές.
Το 1921 κλείνουν στην Κορυτσά τα ελληνικά σχολεία και μια μακρά παράδοση λαμπρής ελληνικής εκπαίδευσης παίρνει τέλος. Στην Κορυτσά επί Τουρκοκρατίας υπήρχαν γερά ελληνικά σχολεία με δασκάλες που έρχονταν από την Ελλάδα, αλλά και ντόπιες κοπέλες που πληρώνονταν από το «Λάσσο», δηλαδή το ταμείο που συγκέντρωνε τις δωρεές των εύπορων κατοίκων της Κορυτσάς, καθώς και των Κορυτσαίων της διασποράς. Στην Κορυτσά υπήρχε το «Μπάγκειον» Γυμνάσιον», δωρεά του Κορυτσαίου Ιωάννη Μπάγκα που ήταν ένα εξαιρετικό εκπαιδευτήριο με πολύ αξιόλογους καθηγητές. Το 1930 ο Έλληνας πρόξενος της Κορυτσάς Περικλής Μαυρουδής αναφέρει στην πρεσβεία του των Τιράνων «περί απαγορεύσεως υπό των αλβανικών εκκλησιαστικών αρχών όπως του λοιπού τελείται η θεία λειτουργία ελληνιστί εις τας εκκλησίας». Οι κάτοικοι είναι αγανακτισμένοι. Αυτή η επέμβαση στη λατρεία τους αιφνιδιάζει και τους πονά. Επί αιώνες η λειτουργία γινόταν στα ελληνικά, οι πιστοί είχαν συνηθίσει το τελετουργικό, σιγοψιθύριζαν μαζί με τους ψάλτες τα τροπάρια. Τώρα είναι αναγκασμένοι να παρακολουθούν την λειτουργία στην αλβανική γλώσσα, την οποία γνωρίζουν βέβαια, αλλά τους είναι πραγματικά μια ξένη γλώσσα, όσον αφορά στην εκκλησία τουλάχιστον.
Όταν έρχεται ο Σεφεριάδης στην Κορυτσά, η πόλη δεν έχει πια την εμφανή ελληνικότητα που είχε ως πριν περίπου από δύο δεκαετίες. Η ελληνική γλώσσα υπόκειται σε πολλούς περιορισμούς. Ελληνικά τραγούδια στους δρόμους από παρέες ξενύχτηδων απαγορεύονται με την δικαιολογία ότι ενοχλούν. Απαγορεύονται οι ελληνικοί υπότιτλοι στους κινηματογράφους και οι ελληνικές επιγραφές στα καταστήματα. Υπάρχουν όμως ακόμη και οι άνθρωποι που μεγάλωσαν με την ελληνική γλώσσα, που σπούδασαν στα ελληνικά σχολεία και κάποιοι στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που θεωρούν τιμή τους τη σχέση τους με τον εκάστοτε Έλληνα πρόξενο και υπέρτατη εύνοια την επίσκεψή του στο καλοβαλμένο και φιλόξενο αρχοντικό τους, όσο κι αν οι αλβανικές αρχές δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις ιδιαίτερες σχέσεις του Έλληνα προξένου με τους πολίτες της Κορυτσάς.
Η Κορυτσά που βρίσκει ο Γιώργος Σεφεριάδης είναι μια σύνθεση βαλκανικής πόλης με τα στενά περιποιημένα καλντερίμια τουρκικού τύπου και τα παραδοσιακά πέτρινα σπίτια και μιας πόλης με έντονο το ευρωπαικό και το ελληνικό στοιχείο που απεικονίζεται στη σύγχρονη αρχιτεκτονική και
τις εντυπωσιακές βίλες, νεοκλασικού, αλλά και εκλεκτικιστικού ρυθμού που στολίζουν τους κεντρικούς δρόμους και ιδιαίτερα την «Μπουλεβάρντ», την μεγάλη λεωφόρο της πόλης. Η πόλη χωρίζεται στα δυο από το ποτάμι, το λιούμε, με τις συνοικίες των Χριστιανών στη μια πλευρά και των μουσουλμάνων στην άλλη.
Το ελληνικό προξενείο στεγάζεται σε ένα διώροφο νεοκλασικό αρχοντικό που ανήκει στην οικογένεια Τούρτουλη. Στον κάτω όροφο λειτουργούν τα γραφεία του προξενείου και στον επάνω είναι η κατοικία του προξένου. Μπροστά υπάρχει μια μεγαλόπρεπη μαρμάρινη σκάλα και η αυλή με τις μεγάλες μαρμάρινες επίσης πλάκες και τα ψηλά πεύκα. Κάποτε ο πρόξενος βγαίνει στο μπαλκόνι του προξενείου και οι περαστκοί βλέπουν τη φιγούρα του πίσω από τα πεύκα του κήπου πάντοτε καλοντυμένος και σοβαρός. Ο κύριος Σεφεριάδης είναι ένας αρχοντικός νέος άνδρας 36 χρονών ,φαλακρός, κάπως γεμάτος, αλλά γοητευτικός με μεγάλα εκφραστκά καστανά μάτια.
Ο νέος πρόξενος δεν έχει κάνει ακόμη οικογένεια, είναι ανύπαντρος. Στην Αθήνα έχει αφήσει την γυναίκα που αγαπά, την Μαρώ Ζάννου, την χώρισε από τον άντρα της για να την πάρει και της στέλνει καθημερινά σχεδόν γράμματα. Τα χρόνια για την Ελλάδα είναι δύσκολα, υπάρχει δικτατορία. Ο Σεφεριάδης δεν είναι από τους συμπαθούντες και ίσως σε αυτό να οφείλεται η τοποθέτησή του σε ένα απομονωμένο πόστο, όπως η Κορυτσά. Ίσως όμως αυτή η τοποθέτηση να οφείλεται σε ενέργειες του πατέρα του, που δεν έβλεπε με καθόλου καλό μάτι τον δεσμό του γιου του με μια χωρισμένη με δύο παιδιά . Ο πρόξενος αισθάνεται ότι βρίσκεται σε εξορία, μετά το Λονδίνο και την Αθήνα σε μια μικρή πόλη μιας φτωχής βαλκανικής χώρας και επί πλέον μακριά από την αγαπημένη του.
Όμως εδώ θα έχει όλο τον καιρό να γράφει. Ο πρόξενος Γεώργιος Σεφεριάδης έχει κάνει ήδη όνομα ως ποιητής με το ψευδώνυμο Γιώργος Σεφέρης, αλλά οι Κορυτσαίοι δεν έχουν ιδέα. Γι αυτούς είναι ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος και για τούτο απόλυτα σεβαστός. Ο ποιητής είχε εκδώσει τον Μάιο του 1931 το ποιητικό έργο «Στροφή» με το ψευδώνυμο Γιώργος Σεφέρης, την ίδια χρονιά που είχε διοριστεί ως υποπρόξενος και έπειτα διευθύνων του ελληνικού Γενικού Προξενείου του Λονδίνου, όπου παρέμεινε ως το 1934. Στο Λονδίνο ακόμη, τον Μάιο του 1932 δημοσιεύει το έργο του «Μια νύχτα στην ακρογιαλιά» και τον Οκτώβριο την «Στέρνα». Το 1933 ο πατέρας του εκλέγεται πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών και εγγράφεται ως μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1934 ο Σεφέρης επιστρέφει στην Αθήνα και τον Ιανουάριο του 1935 αρχίζει η συνεργασία του με τις εκδόσεις Νέα Γράμματα αναδημοσιεύοντας τη «Στέρνα», ώσπου τον Οκτώβριο του 1936 διορίζεται πρόξενος στην Κορυτσά.
Ο νέος πρόξενος προσπαθεί ευσυνείδητα να είναι εντάξει με τις υποχρεώσεις του προξενείου. Μελετά έγγραφα ως αργά και γράφει αναφορές.
Στις 2 Φεβρουαρίου του 1937 γράφει την αναφορά του προς την ελληνική πρεσβεία των Τιράνων σχετικά με τις βουλευτικές εκλογές του νομού Κορυτσάς που έγιναν στις 31 Ιανουαρίου του 1936. Πρόκειται για 4 χριστιανούς βουλευτές και πέντε μουσουλμάνους, των οποίων τα ονόματα καταγράφει και προσθέτει τα σχόλιά του.
«Οίκοθεν νοείται ότι η σχεδόν παμψηφία του κυβερνητικού καταλόγου ουδέ ίχνος της λαϊκής βουλήσεως αντιπροσωπεύει...

Πώς θα εξεδηλούτο το λαικόν φρόνημα αν διεξήγοντο ελεύθερον αι εκλογαί, είναι δύσκολον να λεχθεί...Ενδεικτικαί ήσαν εν προκειμένω και αι προσπάθειαι όπως παραμερισθώσιν οι κινδυνωδέστεροι ανεξάρτητοι και αι προσπάθειαι όπως φιμωθώσι και οι αβλαβέστεροι ακόμη των εναπομεινάντων αντιπάλων, αλλά και η τρομοκράτησις υπό της Κυβερνήσεως αυτών των οργάνων της, άτινα διεξήγαγον ουσιαστικώς τας εκλογάς.
Ευπειθέστατος
Ο διευθύνων πρόξενος
Γ. ΣΕΦΕΡΙΑΔΗΣ
Στις ελεύθερες ώρες του, όταν δεν γράφει, κάνει μακρινούς μοναχικούς περιπάτους στο Ντρένοβο και στην Μπόρια με όλους τους καιρούς, εκτός όταν βρέχει. Εδώ στην Κορυτσά βρέχει πολύ και επίμονα. Κάπου κάπου κάνει επίσκεψη σε κάποιο σπίτι, όπου μπορεί να μιλήσει ελληνικά και να συζητήσει για την διεθνή κατάσταση, με όση επιφύλαξη βέβαια του επιβάλλει η διπλωματική του ιδιότητα. Στην Ιταλία έχει την εξουσία ο Μουσολίνι, στην Γερμανία η άνοδος του Χίτλερ είναι εντυπωσιακή, στην Ισπανία μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος. Μήπως μαζεύονται κιόλας τα σύννεφα ενός πολέμου, που θα επηρεάσει την Ελλάδα και αυτή εδώ τη μικρή γωνιά των Βαλκανίων;
Είναι άψογος στις κοινωνικές του σχέσεις, αλλά ο ίδιος είναι απόμακρος. Δεν προσπαθεί να γνωρίσει σε βάθος τους ανθρώπους που τον καλοδέχονται.

Η μοναξια του είναι μεγάλη. Το βράδυ που αποσύρεται στο γραφείο του αφήνει την πίκρα του για όσα τον πονούν να διοχετεύεται σε λιτούς και δυνατούς στίχους.
«Το ζεστό νερό μου θυμίζει κάθε πρωί
Πως δεν έχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου».
Γι’ αυτό το ποίημα πήρε αφορμή από ένα έθιμο που βρήκε εδώ στην Κορυτσά. Όσοι αγαπούν τους ανθρώπους που έχασαν, ποτίζουν καθε πρωί τον τάφο τους με ζεστό νερό.
Η Κορυτσά έχει τρία προξενεία. Εκτός από το ελληνικό, υπάρχει το γιουγκοσλαβικό και το ιταλικό, υπάρχει δηλαδή ένα μικρό διπλωματικό σώμα. Οι πρόξενοι μαζεύονται κάπου κάπου, πότε με την ευκαιρία μιας εθνικής γιορτής, πότε για κάτι προσωπικό. Μαζί τους και οι λίγοι Γάλλοι από το γαλλικό λύκειο, το Λυσέ, που είναι κι αυτό από τα ωραιότερα κτίρια της πόλης, με γαλλική αρχιτεκτονική. Ωστόσο ο Σεφεριάδης παρατηρεί:
«Γάλλοι καθηγητές του λυκείου, λες πως τους έστειλαν εδώ για να τους ξεφορτωθούν, ώσπου να τους ξεφορτωθούν και οι Αρβανίτες, που τους κατηγορούν ότι φτιάνουν κομμουνιστές».

Ένας δυο Εγγλέζοι που βρέθηκαν στην Κορυτσά συμπληρώνουν την παρέα των ξένων μαζί με κάποιους Αμερικανούς της φιλανθρωπικής οργάνωσης «Κένεντι», που διατηρεί στην Κορυτσά σχολείο και νοσοκομείο. Στην Κορυτσά υπάρχει και ιταλική τράπεζα που στεγάζεται σε ένα επιβλητικό κτίριο που έχτισαν οι Ιταλοί στο κέντρο της πόλης με Ιταλό διευθυντή.
Η πόλη διαθέτει δυο κινηματογράφους που φέρνουν τις νέες ταινίες από το εξωτερικό, τα έργα που έχουν γίνει επιτυχία στην Ευρώπη και την Αμερική, αλλά και θίασοι έρχονται από την Ελλάδα και οι Κορυτσαίοι σπεύδουν να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις. Στην Κορυτσά πάντα έρχονταν ελληνικοί θίασοι από τη Φλώρινα. Οι θίασοι του Παντελή Οικονόμου και της Τούλας Δράκου γνώρισαν την αποθέωση από τους Κορυτσαίους. Ιδιαίτερα αγαπούν τις οπερέτες και μαθαίνουν τα τραγούδια τους που τα σιγοτραγουδούν στις βεγγερες τους- όχι στους δρόμους και όχι δυνατά-
και αγοράζουν πλάκες γραμμοφώνου με τα τραγούδια αυτά. Οι Κορυτσαίοι αγαπούν πολύ τη μουσική. Μαθαίνουν στα παιδιά τους βιολί και πιάνο και υπάρχει και μια αξιόλογη μαντολινάτα. Για όσους αγαπούν την άθληση υπάρχει και το τένις κλαμπ. Υπάρχουν εστιατόρια και ταβέρνες, όπου σερβίρεται εκτός από τα τοπικά κρασιά και η ντόπια μπίρα, Μπίρα Κόρτσα, τύπου Πίλσνερ εξαιρετικής ποιότητας.

Ο Έλληνας πρόξενος, όταν οι υποχρεώσεις του το επιτρέπουν, κάνει ταξιδάκια με το αυτοκίνητο στην περιοχή. Θέλει να επισκεφτεί τη λίμνη της Αχρίδας στο Πόγραδετς, που δεν είναι πολύ μακριά από την Κορυτσά.Το Πόγραδετς είναι μια μουσουλμανική πόλη με λίγους χριστιανούς κατοίκους Είναι πανέμορφη καθώς είναι χτισμένη δίπλα στη λίμνη. Απέναντι φαίνεται η πόλη της Αχρίδας στη Γιουγκοσλαβία που μοιάζει σαν ζωγραφιά. Είναι μια χειμωνιάτικη μέρα, αλλά ο ήλιος λάμπει και ο ουρανός είναι κατακάθαρος, όταν ο πρόξενος ξεκινά για την εκδρομή του.
Ο δρόμος είναι δύσβατος και το αυτοκίνητο αγκομαχά και τραντάζεται. Πλησιάζουν πια στο Πόγραδετς. Ξάφνου από ένα ύψωμα στην Πλότσα, λίγο πριν φτάσουν στην πόλη, φαίνεται κάτω όλη η λίμνη της Αχρίδας, ένα απέραντο παγωμένο γαλάζιο. Ο ήλιος χρυσίζει τα νερά, το τοπίο είναι ονειρικό, αλλά και κάπως τρομακτικό. Η ερημιά είναι απόλυτη. Ούτε ένα καράβι ούτε μια βαρκούλα σε όλη την επιφάνεια της λίμνης. Νομίζει ότι βρίσκεται στη Νεκρά Θάλασσα. Το βράδυ τα γράφει όλα αυτά στη Μαρώ του, πάντα θέλει να μοιραστεί μαζί της το καθετί. Άλλη φορά της γράφει για τη χειμωνιάτικη Κορυτσά κάτασπρη από το χιόνι, με τις κοπέλες τυλιγμένες στις γούνες τους, σαν τις Παριζιάνες που τόσο θέλουν να μιμηθούν. Οι Κορυτσαίοι έχουν πάρει πολύ στα σοβαρά τον χαρακτηρισμό της πόλης τους ως μικρό Παρίσι. Με το Παρίσι υπάρχει επικοινωνία. Κάποιες κομψές Κορυτσαίες παραγγέλνουν φορέματα σε ραπτικούς οίκους του Παρισιού που έρχονται μέσα σε μεγάλα κουτιά δεμένα με μεταξωτές κορδέλες.

Το χειμώνα του 1937 ο Σεφέρης γράφει:

Χρόνια σαν τα φτερά. Τι θυμάται τ’ακίνητο κοράκι;
Τι θυμούνται οι πεθαμένοι κοντά σις ρίζες των δέντρων;
Είχαν ένα χρώμα τα χέρια σου σαν το μήλο που πέφτει.
Κι αυτή η φωνή που ξαναγυρίζει πάντα, χαμηλή.
Εκείνοι που ταξιδεύουν κοιτάζουν το πανί και τ’αστέρια
Ακούνε τον αγέρα ακούνε πέρα απ’ τον αγέρα την άλλη θάλασσα

Στις αρχές της άνοιξης του 1937 ο Σεφέρης ταξιδεύει μαζί με τον Γιουγκοσλάβο ομόλογό του για τα Τίρανα ύστερα από πρόσκληση της βασιλικής οικογένειας. Το ταξίδι οδικώς από την Κορυτσά στα Τίρανα είναι μακρύ και επικίνδυνο μέσα από τα βουνά, γι’ αυτό ταξιδεύουν με ένα μικρό δικινητήριο αεροπλάνο ιταλικής εταιρειας που απογειώνεται από το αεροδρόμιο της Κορυτσάς μέσα σε πυκνά σύννεφα.


«Παχιά σύννεφα είχαν σκεπάσει τα ψηλά βουνά και το αεροδρόμιο στον πάτο. Με νευρικά πηδήματα της μηχανής (ο πιλότος) έψαχνε να βρει μια τρύπα μέσα στο πάπλωμα που μας τύλιγε. Ανέβαινε κατακόρυφα, βουτούσε, έπειτα έφερνε μια βόλτα και ξανανέβαινε...»
Και πάντα γράφει, δεν σταματά να δουλεύει τους στίχους, ώσπου να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
«Καπνίζω χωρίς να σταματήσω απ’ το πρωί
Αν σταματήσω τα τριαντάφυλλα θα μ’ αγκαλιάσουν
Μ’ αγκάθια και με ξεφυλλισμένα πέταλα θα με πνίξουν
Φυτρώνουν στραβά όλα με το ίδιο τριαναφυλλί
Κοιτάζουν. Περιμένουν να ιδούν κάποιον. δεν περνά κανείς...»

Οι επόμενοι στίχοι του της Κορυτσάς δείχνουν συμφιλίωση και ίσως αγάπη για αυτό το κλειστό τοπίο που τον εμπνέει τόσο δημιουργικά.
«Κι όμως μ’ αρέσουν επί τέλους αυτά τα βουνά μ’ αυτό το φως
Με δέρμα ρυτιδωμένο σαν την κοιλιά του ελέφαντα
Όταν τα μάτια του στενεύουν απ’ τα χρόνια.
Να που μ’ αρέσουν αυτές οι λεύκες, δεν είναι πολλές

Σηκώνοντας τους ώμους μέσα στο ήλιο.
Ο αψηλοί γκέγκηδες οι κοντοί τόσκηδες
Το καλοκαίρι με τα δρεπάνια και το χειμώνα με τα τσεκούρια
Κι όλο τα ίδια ξανά και ξανά, ίδιες κινήσεις
Στα ίδια σώματα: κόπηκε η μονοτονία....
Να που μ’ αρέσουν επί τέλους αυτά τα βουνά, έτσι κουλουριασμένα
Το γερασμένο κοπάδι τριγύρω μου μ’ αυτές τις ρυτίδες
Σκέφτηκε κανείς να πει τη μοίρα ενός βουνού όπως κοιτάζει μια παλάμη
Σκέφτηκε κανείς:...»

Ο γενικός πρόξενος Γεώργιος Σεφεριάδης έμεινε στην Κορυτσά λίγο περισσότερο από ένα χρόνο ως το τέλος του 1937. Στις 22 Νοέμβρη έγραφε στο ημερολόγιό του.
«Έμειναν και τούτα από τις Κορυτσαίες προσπάθειές μου. Για καλό ή κακό δεν το ξέρω. Ωστόσο τώρα που ετοιμάζομαι για μια καινούρια στροφή, λυπούμαι που και τούτη η δουλειά κόπηκε στα μισά. Η Κορυτσά με πότισε πίκρες και φαρμάκια, αλλά μου πρόσφερε και λίγες ήσυχες ώρες. Ας είναι».
Και κάποιους υπέροχους στίχους, θα συμπληρώναμε εμείς.
Ο Σεφεριάδης ξαναπήρε τον δρόμο αντίθετα αυτή τη φορά για τη Φλώρινα και από εκεί για το Πλατύ και την Αθήνα με αρκετά νέα ποιήματα στις αποσκευές του και ήδη τη νοσταλγία για ένα τόπο που μόλις άρχιζε να τον γνωρίζει.


Η έκρηξη του Β ΠΠ δεν βρίσκει τον Σεφέρη στην Κορυτσά και ούτε είναι εκεί για να γιορτάσει μαζί με τους 

Κορυτσαίους την απελευθέρωση της πόλης. Η 22α 

Νοεμβρίου του 1940 είναι μια μέρα ανείπωτης χαράς για την 

Κορυτσά. Οι Έλληνες στρατιώτες, οι νικητές των Ιταλών στο 

Μοράβα, μπαίνουν θριαμβευτές, αλλά και πολύ 

συγκινημένοι 

στους δρόμους της Κορυτσάς. Για πότε βγήκαν από τα 

μπαούλα οι ελληνικές σημαίες και απλώθηκαν στα 

παράθυρα 

και στα μπαλκόνια κανείς δεν το κατάλαβε. Ο κόσμος 

επευφημεί. Στην πόλη της Κορυτσάς βρίσκονταν και την 

υποστήριζαν ισχυρές ιταλικές δυνάμεις . Ο αγώνας για την 

κατάληψή της κράτησε αρκετά μερόνυχτα και ήταν 

πολυαίμακτος.

Το σήμα που ανακοίνωνε την κατάληψη της Κορυτσάς 

έφθασε σύντομα στην Αθήνα. Ο λαός των Αθηνών και όλος ο 

ελληνισμός πανηγύρισε με ενθουσιασμό. Οι εφημεριδοπώλες 

στην Αθήνα και σε άλλες ελληνικές πόλεις ξελαρυγγίζονται.

«Πήραμε την Κορυτσά!!!»
Και ξεπουλάνε τα φύλλα εν ριπή οφθαλμού. Στους κινηματογράφους προβάλλονται σε επίκαιρα σκηνές από την είσοδο του ελληνικού στρατού στην Κορυτσά, δείχνουν την πινακίδα με το όνομα της πόλης και τους χαμογελαστούς Έλληνες στρατιώτες να προχωρούν προς το εσωτερικό επάνω στα άλογά τους. Είναι πραγματικά σαν να μπαίνουν στο σπίτι τους. Οι κάτοικοι τους φιλεύουν με ό,τι καλύτερο έχουν, τους φέρνουν πίτες και ζεστό ψωμί. Η κυανόλευκη κυμάτιζε στο Διοικητήριο της Κορυτσάς και σκόρπιζε συγκίνηση.
Ο Παύλος Παλαιολόγος απεσταλμένος της εφημερίδας «Έλεύθερον Βήμα» στην Κορυτσά στέλνει ενθουσιώδη ανταπόκριση:
«Μέτωπον Ηπείρου, 22 Νοεμβρίου(του απεσταλμένου μας). Η Ήπειρος ολόκληρος εις μίαν ψυχήν πανηγυρίζει ενθουσιωδώς την κατάληψιν της Κορυτσάς. Ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων, εθναπόστολος, περιερχόμενος το μέτωπον με ησπάσθη ψιθυρίζων: «Ωμίλησεν ο Θεός. Ούτοι εν άρμασι, ούτοι εν ίπποις, ημείς εν ονόματι του Θεού». Οι στρατιώται αγκαλιάζουν αλλήλους. Με ψυχήν πλημμυρισμένην από συγκίνησιν και υπερηφάνειαν, συγκεντρώνω από τραυματίας αξιωματικούς στοιχεία από τας προχθεσινάς και χθεσινάς μάχας εις το μέτωπον της Ηπείρου. Χρειάζεται νέος Όμηρος δια την περιγραφήν της σημερινής εποποιίας. Ζώμεν εις μίαν ατμόσφαιραν μέθης και παραληρήματος».
Στην Ελλάδα κάρτες και γράμματα στέλνονται από την Κορυτσά. Η Κορυτσά βρίσκεται καθημερινά στο στόμα των Ελλήνων, οι μάνες, οι γυναίκες, οι αρραβωνιαστκές περιμένουν με λαχάρα νέα από το μέτωπο, από αυτή την ελευθερωμένη Κορυτσά που έγινε πια κομμάτι της ζωής τους.
Ομως το όνειρο δεν κράτησε πολύ. Μετά την γερμανική επίθεση στις 6 Απριλίου του 1941 ο ελληνικός στρατός αναγκάζεται να αποχωρήσει από τη Β. Ήπειρο και η Κορυτσά επανέρχεται και πάλι κάτω από τον έλεγχο των Ιταλών.


Ο Γιώργος Σεφέρης ακολούθησε την ελληνική κυβέρνηση στη Μ.Ανατολή, αφού παντρεύτηκε τη Μαρώ του το 1941, έγινε πρέσβης στο Λονδίνο και το 1963 είναι ο πρώτος Έλληνας που βραβεύεται με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Το σπίτι όπου στεγάστηκε το ελληνικό προξενείο του Σεφέρη υπάρχει ακόμη στην Κορυτσά και είναι ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους. Δυστυχώς κάηκε σε μεγάλο βαθμό στην κρίση του ’ 97. Περιμένει την αναστήλωσή του από μέρους της ελληνικής κυβέρνησης για να στεγάσει και πάλι το ελληνικό προξενείο, που εδώ και χρόνια ταλαιπωρείται σε πανάκριβα ενοικιαζόμενα κτίρια.


* Η Στέφη Κόρτη-Κόντη γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά μεγάλωσε και σπούδασε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο ΑΠΘ και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στην Κλασική Αρχαιολογία. Εργάστηκε ως ημερομίσθια βοηθός στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και ως φιλόλογος καθηγήτρια στα Αρσάκεια Σχολεία στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Το 1975 διορίστηκε ως βοηθός στην έδρα του καθηγητή Μαν. Ανδρόνικου και έλαβε μέρος στην ανασκαφή της Βεργίνας το 1980. Στη συνέχεια εκλέχτηκε λέκτορας και κατόπιν επίκουρη καθηγήτρια στην Κλασική Αρχαιολογία.
Έχει εκδώσει 4 αρχαιολογικά βιβλία και έχει δημοσιεύσει αρκετά άρθρα σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Παράλληλα ασχολείται με τη λογοτεχνία και έχει δημοσιεύσει μια ποιητική συλλογή και 5 μυθιστορήματα. Το βιβλίο της «Οι σοκολάτες του Σεφέρη»(εκδ. ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ 2011) αναφέρεται στην θητεία του Γ. Σεφέρη ως προξένου στο ελληνικό προξενείο της Κορυτσάς και στηρίζεται σε προσωπικές αναφορές της οικογένειας του συζύγου της, ο οποίος κατάγεται απο την Κορυτσά, με την σχετική βέβαια μυθοπλασία.