Πανηγυρικός Λόγος για την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων Του Ταξιάρχου Κωστάκογλου Σωτηρίου Δκτή 34 Μ/Κ Ταξιαρχίας (Ηπειρωτική Εστία 11 Φεβ 2018)

Πανηγυρικός Λόγος


για την


Απελευθέρωση των Ιωαννίνων


Του Ταξιάρχου Κωστάκογλου Σωτηρίου


Δκτή 34 Μ/Κ Ταξιαρχίας


(Ηπειρωτική Εστία 11 Φεβ 2018)






Προσφώνηση


Καταρχήν θα ήθελα να σας μεταφέρω τους χαιρετισμούς του Δκτου Γ΄ΣΣ κ. Μπίκου Δημ, ο οποίος λόγω άλλης υποχρέωσης δε μπόρεσε να παραβρεθεί στη σημερινή γιορτή.


Θα ήθελα επίσης να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση του ιστορικού σωματείου σας να έχω τη μεγάλη τιμή να εκφωνήσω τον πανηγυρικό λόγο της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων ενός εκ των σημαντικότερων ιστορικών γεγονότων του πολέμου 1912-1913, η οποία απελευθέρωση, έγινε με ενθουσιασμό δεκτή από τους απανταχού Έλληνες αλλά και του φιλέλληνες μιας και η πόλη των Ιωαννίνων ήταν η πόλη των γραμμάτων και η « μήτηρ πάσης μαθήσεως».


Ο αγώνας για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων υπήρξε η σημαντικότερη στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο μέτωπο της Ηπείρου, κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου (5 Οκτ 1912 - 18 Μαι 1913). Η πολεμική αναμέτρηση για την κατάληψη της πρωτεύουσας της Ηπείρου κράτησε σχεδόν τρεις μήνες, από τις 29 Νοε 1912 έως τις 21 Φεβ 1913, οπότε οι οθωμανικές δυνάμεις παραδόθηκαν στον διάδοχο Κωνσταντίνο, που ηγείτο των ελληνικών όπλων.


Θα μου επιτρέψετε να προσεγγίσω το θέμα του λόγου μου αφήνοντάς με να μείνω εκούσια παγιδευμένος στον συναρπαστικό ρου των χρονικών.


Με το ξέσπασμα λοιπόν του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, τα ελληνικά στρατεύματα, που είχαν συγκεντρωθεί στην περιοχή της Άρτας υπό τον αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη, κράτησαν αρχικά αμυντική στάση, με στόχο να εξασφαλίσουν τη μεθόριο. Οι ελληνικές δυνάμεις στο μέγεθος μεραρχίας υπολείπονταν των οθωμανικών δυνάμεων, που διέθεταν για την υπεράσπιση της περιοχής δύο μεραρχίες υπό την διοίκηση του Εσάτ Πασά (1862-1952), ενός Οθωμανού στρατηγού που είχε γεννηθεί στα Ιωάννινα. Το σχέδιο προέβλεπε ότι μετά την ολοκλήρωση των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, θα ελευθερώνονταν στρατεύματα για την ανάληψη επιθετικής πρωτοβουλίας στην Ήπειρο.


Από τις 6 Οκτ 1912 κιόλας άρχισαν οι αψιμαχίες. Γρήγορα, ο ελληνικός στρατός ανέλαβε επιθετική πρωτοβουλία και τις επόμενες ημέρες κατέλαβε τη Φιλιππιάδα (12 Οκτωβρίου) και την Πρέβεζα (21 Οκτωβρίου). Στη συνέχεια κινήθηκε προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο κύριος όγκος των τουρκικών δυνάμεων, που εν τω μεταξύ είχε ενισχυθεί με νέες δυνάμεις από την περιοχή του Μοναστηρίου. Έτσι, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, αλλά και των δυσμενών καιρικών συνθηκών, η προέλαση του ελληνικού στρατού ανακόπηκε.


Η κατάληψη των Ιωαννίνων φάνταζε δύσκολή υπόθεση, καθότι ο ελληνικός στρατός έπρεπε να εκπορθήσει τα οχυρά του Μπιζανίου, διοικητής των οποίων ήταν ο αδελφός του Εσάτ Πασά, Βεχήπ Μπέης. Ο ορεινός όγκος του Μπιζανίου, 10 χλμ νότια των Ιωαννίνων δεσπόζει της οδού Ιωαννίνων – Άρτας και της πεδιάδας της πόλης. Αποτελούσε εξαιρετικά ισχυρή αμυντική τοποθεσία, στην οποία είχαν κατασκευαστεί οχυρωματικά έργα υπό την επίβλεψη του Γερμανού Στρατηγού Κόλμαν Φον Ντερ Γκόλτς υπεύθυνου για τον εκσυγχρονισμό και αναδιοργάνωση του τουρκικού στρατού.


Η κυβέρνηση Βενιζέλου επιζητούσε τη γρήγορη απελευθέρωση της Ηπείρου, πριν από τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, που βρισκόταν σε εξέλιξη. Έτσι, ο στρατός της Ηπείρου ενισχύθηκε με μία ακόμη μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη και υπό την ηγεσία του αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη ανέλαβε την πρώτη σημαντική επιθετική ενέργεια κατά των οχυρών του Μπιζανίου στις 28 Νοε 1912, όπου σκοτώθηκε ο μεγάλος έλληνας ποιητής Λορέντζος Μαβίλης. Ο συμπατριώτης του Ιθακιώτης δημοσιογράφος και λογοτέχνης Νικόλαος Καρβούνης έγραψε « ο Λαυρεύντιος Μαβίλλης εις την γραμμήν των ακροβολιστών του Λοχου του είχε δεχτεί δύο τραύματα. Το δεύτερον ήτο θανάσιμον.»Η επιθετική αυτή ενέργεια απέτυχε, προκαλώντας μεγάλη ανησυχία στην ελληνική κυβέρνηση.


Στις 8 Δεκεμβρίου 1912 αποφασίστηκε η αποστολή δύο ακόμη μεραρχιών στην περιοχή, ενώ την επομένη ο διάδοχος Κωνσταντίνος με τηλεγράφημά του προς την πολιτική ηγεσία έθετε θέμα αντικατάστασης του αντιστράτηγου Σαπουντζάκη. Το ίδιο βράδυ, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να αναθέσει την ηγεσία του Στρατού της Ηπείρου στον Κωνσταντίνο, ο οποίος παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του δέχτηκε. Στις 3 Ιαν 1913 η σχετική διαταγή έφθασε στο Στρατηγείο Ηπείρου, η οποία περιλάμβανε και τη ρητή απαγόρευση προς τον στρατό της Ηπείρου να ενεργήσει οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια πριν από την άφιξη του Κωνσταντίνου.


Ένα απρόοπτο γεγονός άλλαξε τη φορά των πραγμάτων. Ένα αυτοκίνητο με δύο άνδρες αυτομόλησε προς τις τουρκικές γραμμές. Ο Σαπουντζάκης, που ήθελε να αποκαταστήσει το στρατιωτικό του γόητρο, εξέφρασε τους φόβους του προς το Υπουργείο Στρατιωτικών ότι οι επιβάτες του αυτοκινήτου θα πρόδιδαν στους Τούρκους τη διάταξη των ελληνικών δυνάμεων και διατύπωσε τη γνώμη ότι μία αιφνιδιαστική επίθεση πριν από την άφιξη του διαδόχου θα απέφερε ουσιαστικά αποτελέσματα. Το αίτημά του έγινε δεκτό από το επιτελείο και η νέα επίθεση κατά των οχυρών του Μπιζανίου ξεκίνησε το πρωί της 7ης Ιανουαρίου 1913. Οι αμυνόμενοι κατόρθωσαν να αποκρούσουν και αυτή την επίθεση, προκαλώντας απώλειες στους Έλληνες επιτιθέμενους.


Το απόγευμα της 10ης Ιανουαρίου 1913 έφθασε στο μέτωπο ο Κωνσταντίνος, ο οποίος μετά την ενημέρωσή του από τον αντιστράτηγο Σαπουντζάκη, έδωσε εντολή την επόμενη ημέρα για κατάπαυση του πυρός. Ο νέος αρχηγός βρήκε αποδεκατισμένο τον στρατό, όχι τόσο από τις απώλειες στη μάχη, όσο από τα επακόλουθα του σκληρού χειμώνα (ψύξεις, κρυοπαγήματα) και της υπερκόπωσης των ανδρών. Οι μάχιμοι από 40.000 είχαν περιοριστεί στις 28.000 άνδρες, δύναμη μικρή για τον Κωνσταντίνο, προκειμένου να επιχειρήσει την τρίτη επίθεση για την κατάληψη του Μπιζανίου, που θα σήμαινε και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.


Στις 30 Ιανουαρίου ο Κωνσταντίνος ζήτησε ενισχύσεις, αλλά ο Βενιζέλος που επισκέφθηκε το μέτωπο απέρριψε το αίτημα του, καθώς δεν μπορούσαν να διατεθούν μονάδες από τη Μακεδονία. Το σχέδιο που εκπόνησε ο Κωνσταντίνος και οι επιτελείς του για την εκπόρθηση του Μπιζανίου προέβλεπε την εκδήλωση της κύριας επίθεσης στις 20 Φεβρουαρίου 1913. Νωρίτερα, στις 17 Ιανουαρίου, με επιστολή του προς τον Εσάτ Πασά του είχε ζητήσει την παράδοση των Ιωαννίνων για λόγους ανθρωπιστικούς, μιας και η Τουρκία είχε ουσιαστικά χάσει τον πόλεμο. Η απάντηση του Τούρκου διοικητή ήταν αρνητική.


Στις 19 Φεβρουαρίου 1913, την παραμονή της γενικής επίθεσης, ο Κωνσταντίνος με κάποιες ενισχύσεις της τελευταίας στιγμής, διέθετε 41.000 ετοιμοπόλεμους άνδρες και 105 κανόνια, τα οποία άρχισαν να βάλουν με επιτυχία κατά των τουρκικών θέσεων στο Μπιζάνι. Ο Εσάτ Πασάς παρέταξε 35.000 στρατιώτες, άγνωστο αριθμό ατάκτων και 162 κανόνια. Η γενική ελληνική επίθεση εκδηλώθηκε τις πρωινές ώρες της 20ης Φεβρουαρίου και μέχρι τις πρώτες βραδινές ώρες της ίδιας ημέρας τα ελληνικά στρατεύματα με εφ’ όπλου λόγχη και μάχες εκ του συστάδην είχαν φθάσει στις παρυφές των Ιωαννίνων, στον Άγιο Ιωάννη. Καθοριστική συμβολή στην εξέλιξη αυτή είχε το 9ο Τάγμα του 1ου Συντάγματος Ευζώνων υπό τον ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου, που υπερκέρασε τις τουρκικές δυνάμεις και βρέθηκε στα μετόπισθεν του εχθρού. Οι εύζωνες φρόντισαν να καταστρέψουν τα τηλεφωνικά δίκτυα, διακόπτοντας την επικοινωνία της τουρκικής διοίκησης με τον στρατό της, που παρέμενε αποκομμένος, αλλά άθικτος στο Μπιζάνι.


Η παράδοση ήταν πλέον μονόδρομος για τον Εσάτ Πασά. Στις 11 το βράδυ της 20ης Φεβρουαρίου έφθασε στις προφυλακές του 9ου Τάγματος Ευζώνων ένα αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν ο επίσκοπος Δωδώνης και οι τούρκοι αξιωματικοί, υπολοχαγός Ρεούφ και ανθυπολοχαγός Ταλαάτ. Έφεραν μαζί τους επιστολή, που υπογραφόταν από τους προξένους στα Ιωάννινα της Ρωσίας, Αυστρο-Ουγγαρίας, Γαλλίας και Ρουμανίας και περιείχε πρόταση του Εσάτ Πασά προς τον Κωνσταντίνο για άμεση και χωρίς όρους παράδοση των Ιωαννίνων και του Μπιζανίου.


Στις 2 π.μ. της 21ης Φεβρουαρίου 1913 οι τρεις απεσταλμένοι, συνοδευόμενοι από τον ταγματάρχη Βελισσαρίου, έφθασαν στο στρατηγείο της 2ας Μεραρχίας. Εκεί περίμεναν την άφιξη ενός αυτοκινήτου, που τους οδήγησε στις 4:30 π.μ. στο χάνι του Εμίν Αγά, όπου έδρευε το ελληνικό στρατηγείο. Ο Κωνσταντίνος συμφώνησε με το περιεχόμενο της επιστολής και στις 5:30 το πρωί δόθηκε εντολή κατάπαυσης του πυρός σε όλες τις μονάδες. Στη διήμερη μάχη για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ο ελληνικός στρατός είχε 264 νεκρούς και τραυματίες μεταξύ των οποίων ο ολυμπιονίκης Κωνσταντίνος Τσικλητήρας. Οι απώλειες για τους Τούρκους ήταν 2.800 νεκροί και τραυματίες και 8.600 αιχμάλωτοι.


Το πρωί της 22ας Φεβρουαρίου 1913 οι πρώτες μονάδες του ελληνικού στρατού παρέλασαν στην πόλη υπό τις επευφημίες των κατοίκων. Τα Ιωάννινα, μετά από 483 χρόνια τουρκικής σκλαβιάς, ήταν και πάλι ελεύθερα ελληνικά.


Θα δανειστώ ένα απόσπασμα της Guy Santeplreurela ville assiege” που περιγράφει πως υποδέχτηκαν οι κάτοικοι της πόλης την είδηση της απελευθέρωσης. « ..Γελούσαν, ‘εκλαιγαν, φιλιόνταν, νέοι και γέροι, πλούσιοι και φτωχοί. Με παραφορα, με λυγμούς στη φωνή, με παραλήρημα ή με έκσταση φώναζαν : ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ, ΖΗΤΩ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟς ΣΤΡΑΤΟΣ, ΖΗΤΩ Ο ΠΡΙΓΚΙΨ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ..!!! Και η απέραντη βουή των ζήτω μπερδευόταν ζωντανή, ευτχής, υπέροχη , με τις αέρινες νότες των καμπανών που χτυπούσαν σε όλη την πόλη και που ήταν σαν να ξεκοκκιζουν το φως μέσα στο διάφανο και απαλό αέρα.»


Το χαρμόσυνο άγγελμα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων έγινε αμέσως γνωστό στην Αθήνα, σκορπώντας φρενίτιδα ενθουσιασμού.


Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής τουρκικής απειλής στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε επίδραση στο ελληνικό γόητρο, το οποίο μετά την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς. Οι επιχειρήσεις στο Μπιζάνι σήμαναν ουσιαστικά και τη λήξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου στο στρατιωτικό πεδίο. Τις επόμενες ημέρες ο ελληνικός στρατός κινήθηκε βορειότερα και ως τις 5 Μαρτίου 1913 είχε απελευθερώσει τη Βόρειο Ήπειρο.


Τα 100 και πλέον χρόνια που μεσολάβησαν από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, η πόλη αλλά και η ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου έζησε πρόοδο, επιτυχίες, ανάπτυξη αλλά και καταστροφές, παρούσα σε όλες τις δύσκολες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας μας με κορυφαία ιστορικά γεγονότα τη ν εποποιία του 40, το δράμα του εμφυλίου, τη μαζική μετανάστευση τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό καθώς και την τωρινή κρίση με τα επακόλουθα της που προκλήθηκε από το χρέος της πατρίδας μας.




«Χρέος» …απεχθής λέξη που σκλαβώνει λαούς και συνειδήσεις σε όλο τον κόσμο. Η ελληνική όμως γλώσσα μητέρα όλων των γλωσσών του δυτικού κόσμου επιφυλάσσει και άλλη ερμηνεία για την τρομερή αυτή λέξη όταν τη συνδέει με την Πατρίδα το Έθνος, την Ελλάδα. Αυτό το χρέος είναι διαφορετικό. Ήταν ανέκαθεν ο οδηγός και η φλόγα που πύρωνε το νου και έκαιγε τις καρδιές όλων όσων έδωσαν το αίμα και τη ζωή τους για την ελευθερία της ΕΛΛΑΔΑΣ στα τόσες χιλιάδες χρόνια ιστορίας, είτε αυτοί ήταν Σπαρτιάτες, Αθηναίοι, Μακεδόνες ή Κρητικοί και έπεφταν στα πεδία των αναρίθμητων μαχών.




ΧΡΕΟΣ για όλους εμάς , κι εδώ θα δανειστώ ένα κομμάτι της ομιλίας του Κώστα Βλάχου (πρόεδρου της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών), είναι να απομνημονεύουμε και να μνημονεύουμε ιστορικά γεγονότα και ανθρώπινες πράξεις παραδειγματικού και μνημειώδους χαρακτήρα, να διατηρούμε μνήμες, που ενέχουν τη δύναμη να σηματοδοτούν και να διαμορφώνουν το δημόσιο βίο, και στις τυχόν καιρικές περιστάσεις, όπως αυτές που ζούμε, προβάλλοντας παραδείγματα έμπρακτου πατριωτισμού, να ενισχύουμε το φρόνημα και την αποσταμένη ελπίδα ότι το αύριο ''έσεται άμεινον'', όπως είπε η Θεά ΑΘΗΝΑ στους ΈΛΛΗΝΕΣ που πολιορκούσαν την ΤΡΟΙΑ, «να έχετε θάρρος ίσως αύριο να είναι καλύτερα».



Σας ευχαριστώ