ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ κ.ΜΑΝΘΟΥ ΣΚΑΡΓΙΩΤΗ


Ευχαριστώ για την πρόσκληση.
Εύχομαι κάθε επιτυχία στις εκδηλώσεις.
Στέλνω ένα κείμενό μου ως χαιρετισμό:

ΟΙ ΦΛΕΒΑΡΗΔΕΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΚΑΤΑΘΕΤΟΥΝ ΤΑ ΔΡΟΛΑΠΙΑ ΤΟΥΣ


 

Ανεβήκαμε στο κάστρο. Θραύσματα μνήμης παντού και παλιά αίματα. Κάποια τραγούδια έριξαν ρίζα κάτω απ’ το καλντερίμι και φύτρωσαν κλήματα που αναρριχιούνται στα σπίτια και στις μουριές. Θα δώσουν κι εφέτος το κόκκινο κρασί τους. Πιο κει, βγαίνουν απ’ το χώμα ζεστές φωνές και ξύλινα βήματα. Οι παππούδες μας είναι, κάνουν σημειωτόν μες στους τάφους τους. Ακούμε τα παραγγέλματα και προχωράμε ισορροπώντας σε χτισμένα λιθάρια.
Εν-δυο, και στην άκρη του κάστρου.
Εν-δυο, και στον εξώστη του Ασλάν.
Με το χέρι αντήλιο κοιτάζουμε πέρα. Οι αιώνες κατηφορίζουν απ’ το Μιτσικέλι σαν διψασμένα γελάδια. Στο Δρίσκο ο ποιητής γράφει στίχους σ’ ένα φύλλο λεύκας για να τους ψιθυρίζουν τα πουλιά όταν προσεύχονται. Αλβανοί λαθρομετανάστες και Δωριείς σιδερόχυτοι δρομοκοπούν πίσω απ’ το Πέραμα. Μακριά στους γκρεμούς Ηπειρώτισσες σκαρφαλώνουν ζαλικωμένες ελευθερία. Κατάραχα στα Τζουμέρκα κάθεται ένας κλέφτης σταυροπόδι. Κάθε πρωί απ’ τους ώμους του σηκώνεται ο ήλιος, ενώ κάτω απ’ την ανάσα του λιώνουν τα χιόνια για να ποτίσει τις πιπεριές η θεια-Σοφία.
Κι ύστερα, σύρριζα στο κάστρο περνούν ιερόσυλοι κι αρχαιοκάπηλοι. Τους βλέπουμε καλά. Ο Βοημούνδος είναι, ο Θωμάς Πρελούμπος, ο Αλής, και καταπόδι ραγιάδες και νέοι σεΐζηδες, μ’ ένα σακί στην πλάτη του ο καθένας γεμάτο νομίσματα, κοσμήματα, σπασμένα μάρμαρα, πηλούς και μέταλλα. Και πάνω στην ώρα καταφτάνουν απ’ το Μπιζάνι χίλιοι εννιακόσιοι δεκατρείς Φλεβάρηδες με κεραυνούς και δρολάπια, τους κόβουν το δρόμο και το λαιμό, και ξαναβάζουν τα κλεμμένα στις προθήκες της ιστορίας.
Χιμούν κι άλλοι Φλεβάρηδες.
Κι άλλα δρολάπια. 
Και γύρω στον κάμπο απλώνεται άσπρος κουρνιαχτός από ιαχές και καμπάνες: τα πήραμε τα Γιάννενα, που όλο φεύγουν, κι όλο έρχονται, τα πήραμε τα Γιάννενα, κι όλο τα ξαναχάνουμε, έτσι που να μη λιγοστεύουν την αγάπη μας, κι όλο τα ξαναβρίσκουμε βουλιαγμένα στα παραμύθια. Γιατί η ψυχή μας, σαράντα μέρες πριν γεννηθούμε, πήρε το σχήμα τους κι έγινε δικέφαλος αετός που πετάει πιο πάνω απ’ τους ανέμους.
Πιο ψηλά κι απ’ τη λαχτάρα μας.