Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ κ.ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΓΚΟΥΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ 104η ΕΠΕΤΕΙΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ


«Τα πήραμε τα Γιάννενα…»:

Σκέψεις για την
απελευθέρωση των Ιωαννίνων
από τον τουρκικό ζυγό
στις 21 Φεβρουαρίου 1913
με αφορμή την 104η επέτειό της

του
Ιωάννου Β. Κογκούλη
Ομοτίμου Καθηγητού Πανεπιστημίου
Προέδρου Συμβουλίου ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης


Εν πρώτοις οφείλω να εκφράσω τις ευχαριστίες προς τον Πρόεδρο, την Γραμματέα και τα λοιπά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ηπειρωτικής εστίας Θεσσαλονίκης για την τιμή που μου έκαναν, έστω και μετά την αφυπηρέτησή μου από το Πανεπιστήμιο, να με καλέσουν να εκφωνήσω τον παρόντα λόγο με αφορμή τον 104ο εορτασμό της απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τον τουρκικό ζυγό.

Όταν έλαβα τη σχετική πρόσκληση να μιλήσω για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων το 1913, θυμήθηκα τα παιδιά μου χρόνια, τότε που, ως μαθητής του Δημοτικού σχολείου στη Λάϊστα Ιωαννίνων, ο καταγόμενος από τη Βόρεια Ήπειρο δάσκαλος μας μάθαινε το τραγούδι του Γ. Σουρή:
«Τα πήραμε τα Γιάννενα, μάτια πολλά το λένε, μάτια πολλά το λένε όπου γελούν και κλαίνε. Το λεν πουλιά των Γρεβενών κι’ αηδόνια του Μετσόβου που τα σκιάζε η παγωνιά και η ανατριχίλα φόβου. Το λένε χτύποι και βροντές το λένε και οι καμπάνες, το λένε και χαρούμενες οι μαυροφόρες μάνες. Το λένε και Γιαννιώτισσες που ζούσαν χρόνια βόγκου. Το λένε κι’ οι Σουλιώτισσες στους βράχους του Ζαλόγγου».
Καθώς καλείται κάποιος να αναφερθεί στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τον τουρκικό ζυγό, δεν μπορεί παρά να αναλογιστεί τι ήταν εκείνο που, από το 1430, όταν, μετά από διαπραγμάτευση έγινε η αναίμακτη υποταγή των Ιωαννίνων στους Τούρκους, και μέχρι τις 21 Φεβρουαρίου 1913, κράτησε ζωντανή την ιδιοπροσωπία και την αποφυγή του εκτουρκισμού των κατοίκων της, εκτός, ασφαλώς από μια, ίσως, και σημαντικής μερίδας τους.
Οι Γιαννιώτες, όπως και γενικότερα οι ραγιάδες άντεξαν στην τουρκική θηριωδία στην αγκαλιά της Εκκλησίας. Η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία υπήρξε η σώτειρα του Γένους μας. Στο σημείο αυτό παρενθετικά αναφέρω ότι πριν από το 1611 στα Ιωάννινα υπήρχαν πέντε (5) μοναστήρια και είκοσι πέντε (25) εκκλησίες. Μάλιστα, το νησί των Ιωαννίνων χαρακτηριζόταν ως το άγιο Όρος της Ηπείρου. Δυστυχώς, σήμερα πολλοί, για διαφόρους λόγους, ζητούν να περιθωριοποιήσουν την Εκκλησία μας.
Μπροστά από την επανάσταση του 1821 και στην περίπτωσή μας της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων στις 21 Φεβρουαρίου 1913 προηγήθηκαν περίπου εβδομήντα τέσσερες άλλες εξεγέρσεις, στις περισσότερες από τις οποίες ο ρόλος της Εκκλησίας μας υπήρξε σημαντικός. Στο σημείο αυτό τούτη τη στιγμή απλά μνημονεύω αυτή του πρώην Μητροπολίτη Λάρισας Διονυσίου του φιλόσοφου το 1611 και το μαρτυρικό τέλος του.
Με τα Ιωάννινα συνδέεται ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, τον οποίο ευλαβείτο ακόμη και ο Αλί Πασάς. Παράλληλα, προστάτες των κατοίκων των Ιωαννίνων σε όλη τη περίοδο της Τουρκοκρατίας υπήρξαν άγιοι και Νεομάρτυρες. Σε αυτούς συγκαταλέγονται: ο άγιος Νεομάρτυρας Ιωάννης, ο οποίος γεννήθηκε το 1508 στα Ιωάννινα, οι άγιοι Θεοφάνης (1544) και Νεκτάριος (1550), οι αψαράδες, οι αυτάδελφοι Μάξιμος και Ιωάσαφ, οι οποίοι το 1545 με πολλούς κόπους άρχισαν την οικοδόμηση της ιεράς Μονής Ρουσάνου των Μετεώρων, ο άγιος Νεομάρτυρας Νικόλαος από το Μέτσοβο (1617), ο άγιος Νεομάρτυρας Αυξέντιος (1720), ο άγιος Νεομάρτυρας Δημήτριος, ο εκ Σαμαρίνης (1808), ο άγιος Νεομάρτυρας Ιωάννης, ο εκ Κονίτσης (1814), ο άγιος οσιομάρτυρας Παύλος, ο Ιωαννίτης (1821), ο άγιος Νεομάρτυρας Γεώργιος, ο πολιούχος των Ιωαννίνων (1838), η αγία Κόρη, της οποίας δε γνωρίζουμε το όνομα (19ος αι.), ο όσιος Αρσένιος εν Πάρω (1877), ο οποίος γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1800. Παράλληλα με τους ανωτέρω, επιβάλλεται να μνημονεύσουμε τον άγιο Γρηγόριο τον Καλλίδη, ο οποίος το 1889 εκλέχτηκε Μητροπολίτης Ιωαννίνων και ο οποίος κατά τον ατυχή πόλεμο του 1897 προφύλαξε την πόλη των Ιωαννίνων από τις θηριωδίες των Τούρκων.
Η δράση της Εκκλησίας μας εκδηλώθηκε και με τη στήριξη των ελληνικών γραμμάτων και μάλιστα τη στιγμή που ο εκκλησιαστικός βίος αποτελούσε προέκταση της Ελληνορθόδοξης Παιδείας. Μάλιστα, Παιδεία και ευποιΐα ήταν δύο βασικά ιδανικά της Ηπειρωτικής ψυχής. Ως γνωστόν, η πρώτη Σχολή που ιδρύθηκε και λειτούργησε στο Νησί ήταν η Σχολή των Φιλανθρωπινών, η οποία διατηρήθηκε μέχρι τον 18ο αιώνα. Παρόμοιες σχολές ήταν η Σχολή Στρατηγόπουλου ή Ντίλιου που λειτούργησε στην ομώνυμη μονή, η Αβακούμειος Σχολή στο μοναστήρι του Σωτήρος και η Σχολή Δεσποτών στο Κάστρο. Μετά το 1611 και συγκεκριμένα το 1648 ανοίγει επίσημα η Σχολή του Επιφανίου, στην οποία δίδαξε και ο μετέπειτα Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος, η Σχολή Γκιούμα (1725-1820), η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Μπαλαναία, στην οποία καταπολεμήθηκε κάθε νεωτεριστική τάση που ταυτιζόταν με την αθεΐα, και στην οποία, μεταξύ των άλλων δίδαξαν ο ιερομόναχος Ευγένιος Βούλγαρης και ο Αθανάσιος Ψαλίδας, η Μαρουτσαία (1742), ως «σχολείον χριστιανών εις το διηνεκές», η Καπλάνειος (1805-1820) και η Ζωσιμαία Σχολή (1828).
Από όσα προαναφέρθηκαν διαπιστώνει κανείς ότι η δράση της Εκκλησίας και η προσφερόμενη στους Γιαννιώτες Αυθεντική Παιδεία και μάλιστα μέσω των ιδρυθέντων από τους ευεργέτες σχολείων, κράτησαν ζωντανή τη φλόγα των Γιαννιωτών για την ελευθερία τους. Εδώ αξίζει αναφέρουμε πως σήμερα, αντί για μεγάλους Ευεργέτες, οι οποίοι στην πλειοψηφία ήταν Ηπειρώτες και συγκεκριμένα Αρωμανόφωνοι (βλαχόφωνοι) Έλληνες - Ρωμιοί, φαίνεται να έχουν εφαρμογή όσα ο Γ. Σουρής σε ποίημά του αναφέρει: «Κλέφτες φτωχοί και άρχοντες με άμαξες και άτια,
κλέφτες χωρίς μια πήχη γη και κλέφτες με παλάτια,
ο ένα κλέβει όρνιθες και σκάφες για ψωμί,
ο άλλος το έθνος σύσσωμο για πλούτη και τιμή…»
Ασφαλώς, ως προς την ελευθερία τους οι Γιαννιώτες δοκίμασαν μεγάλη πικρία, όταν με τη συνθήκη του Βερολίνου 1-13 Ιουλίου 1878, στα σύνορα του ελληνικού κράτους θα περιλαμβανόταν ένα μικρό τμήμα της περιοχής της Άρτας.
Όμως, δεν άργησε να έλθει το ποθούμενο και μάλιστα το Φεβρουάριο του 1913. Στην αρχή του πολέμου για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, για λογαριασμό του τουρκικού στρατού μόνο στο οχυρωμένο από τους Γερμανούς Μπιζάνι, γνωστό ως η «Σκύλλα» η Mπιζανίτικη, είχαν στηθεί 112 βαριά κανόνια. Τον Νοέμβριο ο τουρκικός στρατός ενισχύθηκε με δυο ακόμα μεραρχίες που έφτασαν από το Μοναστήρι. Αλλά και οι 8.200 Έλληνες με τα 24 πυροβόλα είχαν ενισχυθεί από το κύριο ελληνικό σώμα που έφτασε από τη Φλώρινα. Οι μάχες είχαν κοπάσει από τις 16 Δεκεμβρίου και ξανάρχισαν στις 7 Ιανουαρίου.
Σημαντικό ρόλο στην επιτυχή κατάληψη του Μπιζανίου διαδραμάτισαν δύο πρόσωπα, τα οποία, πολλές φορές αναφέρουμε πολύ σύντομα. Και αυτά είναι ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Γερβάσιος και ο ελληνικής καταγωγής λοχαγός του μηχανικού στον Τουρκικό στρατό Nικολάκη Eφέντης. Όταν ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Γερβάσιος έλαβε την εντολή από το ελληνικό Στρατηγείο: «Εξακριβώστε, πού ακριβώς ευρίσκονται τα ταχυβόλα, “Σκύλλα”» φρόντισε, μαζί με άλλους Γιαννιώτες, να πλησιάσει τον Νικολάκη Εφέντη». Και όλοι μαζί το πέτυχαν.
Συγκεκριμένα οργανώθηκε μια ιδιαίτερα μυστική σύσκεψη στη Μητρόπολη των Ιωαννίνων, υπό του τότε Μητροπολίτη Γεβράσιου, στην οποία συμμετείχαν ο Νικόλαος Χαντέλης και ο Αθανάσιος Τσεκούρας. Ο Μητροπολίτης ζήτησε από τον Νικολάκη Εφέντη, αφού του υπογράμμισε την ελληνική καταγωγή του και του επεσήμανε την σπουδαιότητα, την ιερότητα, και την κρισιμότητα του αγώνα, να του δώσει πλήρη αντίγραφα των σχεδίων των οχυρών του Μπιζανίου και ιδιαίτερα του ονομαζόμενου οχυρού «ΣΚΥΛΛΑ». Πήραν από τον Nικολάκη Eφέντη το σχεδιάγραμμα των οχυρών, το οποίο και προώθησαν στο Στρατηγείο. Η ηρωική αυτή πράξη του Νικολάκη Εφέντη υπήρξε μεγίστης σημασίας για την έκβαση της κατάληψης των Ιωαννίνων, καθόσον είναι άγνωστο, εάν κατά την περίοδο εκείνη, χωρίς την εν λόγω συμβολή του, θα είχε επιτευχθεί η πτώση του Μπιζανίου και, τελικώς, η απελευθέρωση των Ιωαννίνων.
Τα ξημερώματα 20 Φεβρουαρίου 1913, μια φαινομενικά τεράστια δύναμη χτύπησε τους Τούρκους στο ανατολικό πλευρό τους, στο οχυρωμένο Μπιζάνι. Η γενική ελληνική επίθεση εκδηλώθηκε τις πρωινές ώρες της 20ης Φεβρουαρίου και μέχρι τις πρώτες βραδινές ώρες της ίδιας ημέρας τα ελληνικά στρατεύματα με εφ’ όπλου λόγχη και μάχες εκ του συστάδην είχαν φθάσει στις παρυφές των Ιωαννίνων, στον Άγιο Ιωάννη.
Η κύρια δύναμη χτύπησε στα δυτικά, άνοιξε τον δρόμο και με την ξιφολόγχη και κάτω από πολικό ψύχος πήρε το ένα μετά το άλλο τα τουρκικά οχυρά. Καθοριστική συμβολή στην εξέλιξη αυτή είχε το 9ο Τάγμα του 1ου Συντάγματος Ευζώνων υπό τον ταγματάρχη Ιωάννη Βελισάριο, που υπερκέρασε τις τουρκικές δυνάμεις και βρέθηκε στα μετόπισθεν του εχθρού. Οι εύζωνες φρόντισαν να καταστρέψουν τα τηλεφωνικά δίκτυα, διακόπτοντας την επικοινωνία της τουρκικής διοίκησης με τον στρατό της, που παρέμενε αποκομμένος, αλλά άθικτος στο Μπιζάνι.
Το απόγευμα, οι Έλληνες κατηφόριζαν προς τα Γιάννενα. Καθώς βράδιαζε πήραν το στρατόπεδο του τουρκικού πυροβολικού στον Άγιο Ιωάννη. Φωτισμένη η πόλη τους περίμενε. Στις 11 τη νύχτα, ο Εσάτ πασάς προσπαθούσε να βρει τρόπο να έρθει σ' επαφή με το ελληνικό στρατηγείο για να παραδοθεί. Ήξερε πως όλα είχαν τελειώσει. Τα έγγραφα της παράδοσης υπογράφτηκαν στις 21 Φεβρουαρίου 1913, ώρα 5.30 το πρωί.
Τα Ιωάννινα, μετά από 483 χρόνια δουλείας, ήταν και πάλι ελεύθερα. Το χαρμόσυνο άγγελμα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων έγινε αμέσως γνωστό στην Αθήνα, σκορπώντας φρενίτιδα ενθουσιασμού. Ανταποκριτής των «Τάιμς» περιγράφει την είσοδο του Διαδόχου Κωνσταντίνου με το επιτελείο του στα Ιωάννινα: «ουδεμία ανθρώπινη φαντασία δύναται να αποδώση την συγκίνησιν, την οποίαν ησθάνοντο και αυτοί οι ξένοι εις τους εθνικούς παλμούς του απελευθερωθέντος λαού. Μία πόλις, η οποία κατείχετο υπό φρενίτιδος, η οποία δεν εγνώριζε πώς να εκδηλώσει την πλημμύραν των αισθημάτων της και η οποία απέληξε να εναγκαλίζεται και να ασπάζεται τα όπλα, τας ξιφολόγχας και τα γόνατα των στρατιωτών». Τις επόμενες ημέρες ο ελληνικός στρατός κινήθηκε βορειότερα και ως τις 5 Μαρτίου 1913 είχε απελευθερώσει τη Βόρειο Ήπειρο.
Η παρέλαση των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων μέσα στα ελεύθερα Γιάννενα έγινε στις 22 του μήνα. Μέσα στις επόμενες δέκα μέρες, οι Έλληνες ελευθέρωσαν όλες τις πόλεις και τα χωριά της Ηπείρου, παίρνοντας Αργυρόκαστρο, Χιμάρα, Πρεμετή και μπαίνοντας (4 Μαρτίου 1913), στο Τεπελένι. Εννιά μήνες αργότερα, το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17 Δεκεμβρίου 1913), όριζε ότι οι περιοχές βόρεια από το Καλπάκι και την Κακκαβιά, ολόκληρη η Βόρεια Ήπειρος που είχε ελευθερωθεί με το αίμα του ελληνικού στρατού, προσφέρονταν από τις μεγάλες δυνάμεις στη δημιουργία ενός νέου κράτους: Της Αλβανίας.
Έτσι, οι προαιώνιοι πόθοι και τα όνειρα των Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου έμειναν τελικά ανεκπλήρωτα, αφού η Βόρεια Ήπειρος περιλήφθηκε με απόφαση των τότε Μεγάλων Δυνάμεων στο νεοσύστατο Αλβανικό Κράτος, αλλάζοντας απλώς κυρίαρχο. Ασφαλώς, για την προσφορά της Βόρειας Ηπείρου στους Αλβανούς δεν είναι άμοιροι ευθύνης και Έλληνες πολιτικοί. Και κάτι ακόμη. Σήμερα που η πατρίδα μας περνά μια πρωτόγνωρη ηθική και οικονομική κρίση, κρίνεται αναγκαίο να επαναλάβουμε πως το Μπιζάνι είχε οχυρωθεί από Γερμανούς για λογαριασμό των Τούρκων. Οι Γερμανοί οχύρωσαν τη «Σκύλλα» τη Mπιζανίτικη, η οποία έφαγε πολλά ελληνικά κορμιά.
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι το τέλος του Νικολάκη Εφέντη υπήρξε τραγικό. Συγκεκριμένα: Όταν συνελήφθη, ως αιχμάλωτος, από το Ελληνικό Στρατό και τον παρουσίασαν στον Αρχιστράτηγο Διάδοχο, ο τελευταίος τον ρώτησε τι θα ήθελε ως αντάλλαγμα για την μεγάλη του προσφορά. Αυτός του απάντησε, να κρατηθεί μυστική η προσφορά του και να επιστρέψει στη Σμύρνη, όπου ήταν η οικογένειά του. Δυστυχώς, εξαιτίας της επιπολαιότητας Έλληνα δημοσιογράφου (από πού αυτός άντλησε τη σχετική μαρτυρία;), οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν την ηρωική πράξη του Νικολάκη Εφέντη. Αυτό είχε ως συνέπεια, επιστρέφοντας στη Σμύρνη να τον περιμένει ένας μαρτυρικός θάνατος.

Καθώς εορτάζουμε την 104η επέτειο της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, τιμώντας όσους αγωνίστηκαν γι’ αυτήν, χωρίς για παράδειγμα, επιδιώκοντας την προς τούτο μείωση της προσφοράς τους, να θέλουμε, για λόγους προοδευτισμού να τους ξεχάσουμε, θεωρώ απαραίτητο να καταθέσω αυτό που από το 1978 στους πατριώτες μου, τους Λαϊστινούς, υπενθύμιζα και εξακολουθώ να τους υπενθυμίζω ότι: «Ένα κομμάτι της πατρίδας μας και ολόκληρου του κόσμου είναι ο τόπος που καταγόμαστε, η ιδιαίτερή μας πατρίδα. Έτσι, όταν αγωνιζόμαστε για τον τόπο καταγωγής μας, αγωνιζόμαστε για την πατρίδα και ολόκληρο τον κόσμο» [βλ. ιστοσελίδα: laista 1. wordpress.com].
Κατά συνέπεια, μιμούμενοι τους αγωνιστές που κράτησαν ζωντανή της ταυτότητα του Γένους μας και τελικά απελευθέρωσαν την ιδιαίτερή μας πατρίδα να επιδείξουμε αμέριστο ενδιαφέρον τόσο για τον συγκεκριμένο τόπο καταγωγής μας όσο και γενικά για την ευρύτερη ιδιαίτερή μας πατρίδας. Και επειδή κάποιος μπορεί να με ρωτήσει, τι προσωπικά ο ίδιος έκανα για την ιδιαίτερή μου πατρίδα, αναφέρω πως μέσω του Μορφωτικού Συλλόγου, τον οποίο φρόντισα να ιδρυθεί το 1977 αγωνίστηκα, εκτός των άλλων, να γίνουν στο χωριό μου, τη Λάϊστα, αρκετά έργα.
  • Το πρώτο έργο είναι η κατασκευή της πλατείας του χωριού, ένα έργο που «ανάλωσε» δέκα χρόνια από τη νιότη μου [Περισσότερες πληροφορίες αντλεί κάποιος από την ιστοσελίδα: laista 1. wordpress.com].
Ως προς το ευρύτερο ενδιαφέρον για την πατρίδα μας, την Ήπειρο, οφείλουμε να μην ξεχνούμε πως ένα κομμάτι της εξακολουθεί να είναι κομμένο από τον κορμό της. Στη Βόρειο Ήπειρό μας εγκαταβιούν γηγενείς ελληνόφωνοι και Αρωμανόφωνοι (βλαχόφωνοι), ΟΛΟΙ τους Έλληνες - Ρωμιοί Ηπειρώτες, οι οποίοι, δυστυχώς, σήμερα αποτελούν μειοψηφία στην αιματοβαμμένη Ηπειρωτική γη, ενώ, παράλληλα, αντιμετωπίζουν σωρία προβλημάτων.
Αλήθεια, μήπως και τα παιδιά μας κάποια στιγμή καταντήσουν να αποτελέσουν μειοψηφία στον τόπο τους, αντιμετωπίζοντας τα ίδια ή ακόμη και χειρότερα προβλήματα από αυτά που αντιμετωπίζουν όσοι σήμερα εξακολουθούν να ζουν στις αλύτρωτες πατρίδες;
==========================
Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017, η Ηπειρωτική Εστία Θεσσαλονίκης όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος τίμησε την 104η Επέτειο Απελευθέρωσης των Ιωαννίνων με τρείς εκδηλώσεις.
Μετά την Δοξολογία ,ακολούθησε εντός του Ιερού Ναού ΠΑΝΑΓΟΥΔΑΣ η πανηγυρική ομιλία από τον συμπατριώτη από την Λάϊστα Ζαγορίου , κ. Ιωάννη Κογκούλη ,Ομότιμο καθηγητή Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)και Πρόεδρο Συμβουλίου Αλεξανδρείου Τεχνολογικού Ιδρύματος Θεσσαλονίκης (ΑΤΕΙΘ) .
Η εκφώνηση του πανηγυ
ρικού εντός του Ναού δίδει την δυνατότητα να μάθουν και οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης την ιστορία της Ηπείρου.
Στην ανοιχτή αυτή δράση που αποτελεί αποτέλεσμα της άριστης συνεργασίας των επικεφαλής των διοικούντων την Ηπειρωτική Εστία Θεσσαλονίκης και τον Ιερό Ναό της Παναγούδας, ο λόγος του κυρίου καθηγητή και συγκίνησε και κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον του πολυπληθούς επίλεκτου ακροατηρίου το οποίο εξέφρασε τα συγχαρητήρια του και δια χειροκροτημάτων και δια χειραψίας.